- ἐπιτραγία
- ἐπιτρᾰγ-ία, ἡ, epith. of Aphrodite, from a she-goat, which was changed into a he-goat ([etym.] τράγος), Plu.Thes.18, IG3.335.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτραγία — ἐπιτραγία, ἡ (Α) [τράγος] επίθ. της Αφροδίτης που είχε ως ιερό ζώο τον τράγο («καλεῑσθαι τήν θεὸν ἐπιτραγίαν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιτραγίαι — ἐπιτραγίᾱͅ , ἐπιτραγία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτραγίαν — ἐπιτραγίᾱν , ἐπιτραγία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)